Cesare Pavese & Yiannis Pappas

Cesare Pavese

I mari del Sud Cesare Pavese

                         (per A. Monti)

Camminiamo una sera sul fianco di un colle,
in silenzio. Nell’ombra del tardo crepuscolo
mio cugino è un gigante vestito di bianco,
che si muove pacato, abbronzato nel volto,
taciturno. Tacere è la nostra virtù.
Qualche nostro antenato dev’essere stato ben solo
– un grand’uomo tra idioti o un povero folle –
per insegnare ai suoi tanto silenzio.

Mio cugino ha parlato stasera. Mi ha chiesto
se salivo con lui: dalla vetta si scorge
nelle notti serene il riflesso del faro
lontano, di Torino. “Tu che abiti a Torino… ”
mi ha detto “…ma hai ragione. La vita va vissuta
lontano dal paese: si profitta e si gode
e poi, quando si torna, come me a quarant’anni,
si trova tutto nuovo. Le Langhe non si perdono”.
Tutto questo mi ha detto e non parla italiano,
ma adopera lento il dialetto, che, come le pietre
di questo stesso colle, è scabro tanto
che vent’anni di idiomi e di oceani diversi
non gliel’hanno scalfito. E cammina per l’erta
con lo sguardo raccolto che ho visto, bambino,
usare ai contadini un poco stanchi.

Vent’anni è stato in giro per ii mondo.
Se n’ andò ch’io ero ancora un bambino portato da donne
e lo dissero morto. Sentii poi parlarne
da donne, come in favola, talvolta;
uomini, più gravi, lo scordarono.

Un inverno a mio padre già morto arrivò un cartoncino
con un gran francobollo verdastro di navi in un porto
e auguri di buona vendemmia. Fu un grande stupore,
ma il bambino cresciuto spiegò avidamente
che il biglietto veniva da un’isola detta Tasmania
circondata da un mare più azzurro, feroce di squali,
nel Pacifico, a sud dell’Australia. E aggiunse che certo
il cugino pescava le perle. E staccò il francobollo.
Tutti diedero un loro parere, ma tutti conclusero
che, se non era morto, morirebbe.
Poi scordarono tutti e passò molto tempo.

Oh da quando ho giocato ai pirati malesi,
quanto tempo è trascorso. E dall’ultima volta
che son sceso a bagnarmi in un punto mortale
e ho inseguito un compagno di giochi su un albero
spaccandone i bei rami e ho rotta la testa
a un rivale e son stato picchiato,
quanta vita è trascorsa. Altri giorni, altri giochi,
altri squassi del sangue dinanzi a rivali
più elusivi: i pensieri ed i sogni.
La città mi ha insegnato infinite paure:
una folla, una strada mi han fatto tremare,
un pensiero talvolta, spiato su un viso.
Sento ancora negli occhi la luce beffarda
dei lampioni a migliaia sul gran scalpiccìo.

Mio cugino è tornato, finita la guerra,
gigantesco, tra i pochi. E aveva denaro.
I parenti dicevano piano: “Fra un anno, a dir molto,
se li è mangiati tutti e torna in giro.
I disperati muoiono cosi “.
Mio cugino ha una faccia recisa. Comprò un pianterreno
nel paese e ci fece riuscire un garage di cemento
con dinanzi fiammante la pila per dar la benzina
e sul ponte hen grossa alla curva una targa-rèclame.
Poi ci mise un meccanico dentro a ricevere i soldi
e lui girò tutte le Langhe fumando.
S’era intanto sposato, in paese. Pigliò una ragazza
esile e bionda come le straniere
che aveva certo un giorno incontrato nel mondo.
Ma usci ancora da solo. Vestito di bianco,
con le mani alla schiena e il volto abbronzato,
al mattino batteva le fiere e con aria sorniona
contrattava i cavalli. Spieghò poi a me,
quando fallì il disegno, che il suo piano
era stato di togliere tutte le bestie alla valle
e obbligare la gente a comprargli i motori.
“Ma la bestia” diceva “più grossa di tutte,
sono stato io a pensarlo. Dovevo sapere
che qui buoi e persone son tutta una razza”.

Camminiamo da più di mezz’ora. La vetta è vicina,
sempre aumenta d’intomno il frusciare e ii fischiare del vento.
Mio cugino si ferma d’un tratto e si volge: “Quest’anno
scrivo sul manifesto: – Santo Stefano
è sempre stato il primo nelle feste
della valle del Belbo – e che la dicano
quei di Canelli “. Poi riprende l’erta.
Un profumo di terra e di vento ci avvolge nel buio,
qualche lume in distanza: cascine, automobili
che si sentono appena; e io penso alla forza
che mi ha reso quest’uomo, strappandolo al mare,
alle terre lontane, al silenzio che dura.
Mio cugino non parla dei viaggi compiuti .
Dice asciutto che è stato in quel luogo e in quell’altro
e pensa ai suoi motori.

Solo un sogno
gli è rimasto nel sangue: ha incrociato una volta,
da fuochista su un legno olandese da pesca, il cetaceo,
e ha veduto volare i ramponi pesanti nel sole,
ha veduto fuggire balene tra schiume di sangue
e inseguirle e innalzarsi le code e lottare alla lancia.
Me ne accenna talvolta.

Ma quando gli dico
ch’egli è tra i fortunati che han visto l’aurora
sulle isole più belle della terra,
al ricordo sorride e risponde che il sole
si levava che il giorno era vecchio per loro.

[7-19 settembre – novembre 1930]

Yiannis Pappas

 

Οι θάλασσες του Νότου – Cesare Pavese       

( στον Α. Μόντι )

Περπατάμε ένα βράδυ στην πλαγιά ενός λόφου,
σιωπηλά. Στην σκιά του σούρουπου που προχωρούσε
ο ξάδερφός μου φαντάζει σαν γίγαντας ντυμένος στα λευκά,
που προχωράει ήρεμος, ηλιοκαμένος στο πρόσωπο,
σιωπηλός. Η σιωπή είναι η αρετή μας.
Κάποιος πρόγονός μας ήταν σίγουρα λιγομίλητος
– ένας άνδρας ανάμεσα σε ηλίθιους ή ένας θλιμμένος ανόητος –
για να διδάξει σε μας τέτοια σιωπή.

Ο ξάδερφος μού μίλησε απόψε. Με ρώτησε
εάν θ’ ανέβαινα μαζί του στην κορυφή, απ’ όπου
τις ξάστερες νύχτες, ο μακρινός φάρος
του Τορίνο, καθρεφτίζεται στον ουρανό. «Εσύ που μένεις στο Τορίνο… »
είπε « … έχεις δίκιο. Tη ζωή πρέπει να τη ζήσουμε
μακριά από το χωριό: προκόβεις και χαίρεσαι
και μετά, όταν επιστρέφεις, σαν εμένα στα σαράντα σου
τα πάντα έχουν αλλάξει. Οι Λάγκε δεν χάνονται».
Μιλάει αργά τη διάλεκτο, που όπως οι πέτρες,
αυτού λόφου, είναι τόσο τραχιά και σκληρή
που είκοσι χρόνια ιδιωμάτων και διαφορετικών ωκεανών
δεν την άλλαξαν. Περπατάει στην ανηφόρα ανήσυχος
με ένα σκληρό βλέμμα που θυμάμαι από παιδί
να έχουν οι αγρότες, όταν είναι λιγάκι κουρασμένοι.

Είκοσι χρόνια ταξίδεψε στον κόσμο.
Ήμουν παιδί όταν έφυγε ,σε αγκαλιές γυναικών
και τον είχαν για νεκρό. Άκουσα μετά να μιλάνε γι’ αυτόν
οι γυναίκες, όπως στα παραμύθια, μερικές φορές΄
όμως οι άνδρες τον ξέχασαν.

Έναν χειμώνα στον πατέρα μου, που είχε ήδη πεθάνει, έφτασε μια κάρτα
μ’ ένα μεγάλο πράσινο γραμματόσημο, με καράβια σ’ ένα λιμάνι
και ευχές για καλό τρύγο. Ήταν μεγάλη έκπληξη,
αλλά ο μικρός που είχε πια μεγαλώσει, εξήγησε με ζήλο
ότι η κάρτα ερχόταν από ένα νησί που το λέγαν Τασμανία,
που την κυκλώνει μια γαλάζια θάλασσα, άγρια με καρχαρίες,
στον Ειρηνικό, νότια της Αυστραλίας. Και πρόσθεσε ότι ο
ξάδερφος χωρίς αμφιβολία ψάρευε μαργαριτάρια. Και ξεκόλλησε το γραμματόσημο.
Ο καθένας είπε την γνώμη του, αλλά όλοι συμπέραιναν
ότι, εάν δεν ήταν νεκρός, σύντομα θα πέθαινε.
Κατόπιν τον ξέχασαν και πέρασε πολύς καιρός.

Ω! από πότε έχω να παίξω τους πειρατές της Μαλαισίας,
πόσος καιρός πέρασε. Από την τελευταία φορά
που κατέβηκα να βουτήξω σε κείνο το θανάσιμο σημείο
ακολουθώντας ένα παιδί που παίζαμε μαζί και ανέβηκα πάνω σ’ ένα δέντρο
σπάζοντάς τα ωραία του κλαδιά, χτυπώντας το κεφάλι μου
πάνω σ’ έναν αντίπαλο,
πόση ζωή πέρασε. Άλλες μέρες, άλλα παιχνίδια,
άλλα τινάγματα του αίματος μπροστά σε πιο ύπουλους
αντιπάλους: τις σκέψεις και τα όνειρα.
Η πόλη με δίδαξε ατελείωτο φόβο
Ένα πλήθος, ένας δρόμος με κάνανε να τρέμω,
μερικές φορές ένα βλέμμα βγαλμένο από ένα πρόσωπο.
Ακόμα νιώθουν τα μάτια μου το περιπαικτικό φως
από τα χιλιάδες λαμπιόνια, που παίζουν στο σύρσιμο των ποδιών.

Ο ξάδερφός μου επέστρεψε με το τέλος του πολέμου ,
ένας γίγαντας, ανάμεσα στους μικρούς. Και με χρήματα.
Οι συγγενείς λέγανε σιγά:«Σ’ ένα χρόνο το πολύ,
θα τα έχει φάει όλα και θα περιπλανιέται και πάλι.
Έτσι πεθαίνουν οι απελπισμένοι».
O ξάδερφός μου με το αποφασιστικό πρόσωπο αγόρασε στο χωριό
ένα ισόγειο και το μετέτρεψε σε τσιμεντένιο γκαράζ
με μια λαμπερή χρωματιστή αντλία για να δίνει βενζίνη
και πάνω στη στροφή, στο γεφύρι, έστησε μια μεγάλη διαφημιστική πινακίδα.
Έβαλε εκεί έναν μηχανικό για να παίρνει τα χρήματα
και αυτός γύρισε όλους τους λόφους, καπνίζοντας.
Στο μεταξύ παντρεύτηκε μια κοπέλα από το χωριό
αδύνατη και ξανθιά όπως οι ξένες,
που θα είχε βέβαια συναντήσει σε άλλους τόπους .
Όμως βγήκε και πάλι μόνος του. Ντυμένος στα λευκά,
με τα χέρια πίσω από την πλάτη, με ηλιοκαμένο πρόσωπο.
Τα πρωινά γύριζε στα πανηγύρια και με πονηρό ύφος
παζάρευε άλογα. Μετά μου εξήγησε,
όταν το σχέδιο ναυάγησε, ότι ο σκοπός του
ήταν να απομακρύνει όλα τα ζώα από την κοιλάδα
και ν’ αναγκάσει τον καθένα ν’ αγοράσει μηχανές απ’ αυτόν.
« Όμως» έλεγε, « το πιο χοντρό ζώο απ’ όλα,
ήμουνα εγώ που το σκέφτηκα. Έπρεπε να το ξέρω
ότι εδώ άνθρωποι και βόδια είναι όλοι τους μια ράτσα ».

Περπατάμε πάνω από μισή ώρα. Η κορυφή είναι κοντά ,
και συνεχώς μεγαλώνει γύρω μας το θρόισμα και το σφύριγμα του ανέμου.
Ο ξάδερφός μου σταματάει ξαφνικά και γυρίζοντας είπε: «φέτος
θα γράψω στην εφημερίδα: – το Σαν Στέφανο
ήταν πάντα πρώτο στις γιορτές της κοιλάδας
του Μπέλμπο – κι ας λένε αυτοί απ’
το Κανέλλι». Μετά ξαναπήρε την ανηφόρα.
Ένα άρωμα από χώμα και αέρα μας τυλίγει στο σκοτάδι,
κάποιο μακρινό φως: αγροικίες, αυτοκίνητα
που μόλις ακούγονται: και γω σκέφτομαι τη δύναμη
που μου έδωσε αυτός ο άνθρωπος τραβώντας τον απ’ τη θάλασσα,
απ’ τις μακρινές χώρες, απ’ αυτή την ησυχία που διαρκεί .
Ο ξάδερφός μου δεν μιλάει για τα περασμένα ταξίδια.
Λέει ξερά ότι ήταν σ’ αυτό ή στο άλλο μέρος
και σκέφτεται τις μηχανές του.

Μονάχα ένα όνειρο
απόμεινε στο αίμα του: Ταξίδευε κάποτε
όταν ήταν θερμαστής σ’ ένα ολλανδικό ψαράδικο
και είδε να πετάνε τα βαριά καμάκια στον ήλιο,
είδε να φεύγουν φάλαινες ανάμεσα σε αφρούς από αίμα ,
να τις κυνηγάει και να σηκώνουν τις ουρές και να παλεύουν με τα καμάκια.
Μου το αναφέρει καμιά φορά.

Αλλά όταν του λέω
ότι είναι τυχερός που είδε την αυγή
στα πιο όμορφα νησιά της γης,
στη θύμηση χαμογελάει και αποκρίνεται ότι ο ήλιος
ανάτειλε την ώρα που η μέρα ήταν γρια γι’ αυτούς.

[ 7-19 Σεπτεμβρίου — Νοεμβρίου 1930 ]

μετάφραση του Γιάννης Παππάς

Traduzione di Yiannis Pappas

_____

Yiannis Pappas è nato ad Arta (Chalkiades) nel 1962. Si è laureato alla prima scuola superiore di Toumba a Salonicco. È laureato presso il Dipartimento di Filologia dell’Università di Ioannina. Per due anni ha frequentato corsi di lingua e letteratura italiana nelle università di Perugia e Bari. Dal 1990 lavora come professore di istruzione secondaria. È stato condirettore della rivista letteraria “Elyrochos” a Patrasso (1993-1999). Dal 2002 al 2015 è stato presidente dell’Associazione letteraria di Patrasso.
Sempre dal 2003 è caporedattore della rivista letteraria elettronica “Interculturalismo” (www.diapolitismos.net). All’Università di Ioannina (Dipartimento di Filologia) ha elaborato la sua tesi di dottorato sull’argomento dello scrittore Andrea Fragia. Ha organizzato numerose conferenze ed eventi a Patrasso, ad Atene e altrove. Le sue traduzioni e poesie sono state pubblicate su riviste letterarie, stampe ed elettronica (Exopolis, The Word, Panos Street, Poetry, The Tree, www.poiein.gr, www.diapolitismos.net). I testi critici per i moderni scrittori greci sono stati pubblicati su riviste e giornali letterari. Ha tradotto le poesie di Cesare Pavese, pubblicazioni Printa, 2004. Insieme al poeta Sotiris Pastakas, ha tradotto 12 moderni poeti italiani [c. “Planodion”, dicembre 2007). Dall’aprile 2008, Metaichmos ha pubblicato la sua prima raccolta poetica “At the Edge of the Dream”. Nel 2011 ha pubblicato la sua seconda raccolta poetica “The Inestimable Nothing”. Nel 2018, Kastaniotis ha pubblicato la sua prima raccolta di racconti “Thirsty Lives”. È membro della Writers ‘Society e del Poetry Circle.

Lascia un commento

Il tuo indirizzo email non sarà pubblicato. I campi obbligatori sono contrassegnati *