Vedremo domenica
Contare i secondi, i vagoni dell’Eurostar, vederti
scendere dal numero nove, il carrello, il sorriso,
il batticuore, la notizia, la grande notizia.
Questo e avvenuto, nel 1990. E avvenuto, certamente
è avvenuto. E prima ancora, il tuffo nel Ticino,
mentre il pallone scompariva. E’ avvenuto.
Abbiamo visto l’aperto e il nascosto di un attimo.
Le fate tornavano negli alloggi popolari, l’uragano
riempiva un cielo allucinato. Ogni cosa era li,
deserta e piena, per noi che attendiamo.
Μετρώ τα δευτερόλεπτα, τα βαγόνια του Eurostar, σε βλέπω,
να κατεβαίνεις από το νούμερο εννέα, το καροτσάκι, το χαμόγελο,
το χτυποκάρδι, η είδηση, η μεγάλη είδηση.
Αυτό συνέβη, το 1990. Συνέβη, σίγουρα
συνέβη. Και πριν ακόμα, τη βουτιά στον Τιτσίνο,
ενώ η μπάλα χανόταν. Συνέβη.
Είδαμε το φανερό και το κρυμμένο μιας στιγμής.
Οι νεράιδες επέστρεφαν στα δημοφιλή καταλύματα, η καταιγίδα
ξαναγέμιζε έναν έκθαμβο ουρανό. Κάθε πράγμα ήταν εκεί,
έρημο και πλήρες, για μας που περιμέναμε.
*
Milano era asfalto, asfalto liquefatto. Nel deserto
di un giardino avvenne la carezza, la penombra
addolcita che invase le foglie, ora senza giudizio,
spazio assoluto di una lacrima. Un istante
in equilibrio tra due nomi avanzo verso di noi,
si fece luminoso, si poso respirando sul petto,
sulla grande presenza sconosciuta. Morire fu quello
sbriciolarsi delle linee, noi li e il gesto ovunque,
noi dispersi nelle supreme tensioni dell’estate,
noi tra le ossa e l’essenza della terra.
Το Μιλάνο ήταν άσφαλτος, υγρή άσφαλτος. Στην ερημιά
ενός κήπου πήρε το χάδι, η γλυκιά σκιά
που εισβάλλει στα φύλλα, τώρα δίχως κρίση,
Απόλυτος χώρος για ένα δάκρυ. Μια στιγμή
στην ισορροπία δύο ονομάτων ήρθε προς το μέρος μας,
έγινε φωτεινή, ξεκουράστηκε ανασαίνοντας πάνω στο στήθος,
στη μεγάλη άγνωστη παρουσία. Ο θάνατος ήταν εκείνος που
έσπασε τις γραμμές, εμείς εκεί και η χειρονομία παντού,
εμείς χαμένοι στις υψηλές εξάρσεις του καλοκαιριού,
εμείς ανάμεσα στα κόκαλα και την ουσία της γης.
*
Non c’era più tempo. La camera era entrata in una fiala.
Non era più dato spartire l’essenza. Non avevi
più la collana. Non avevi più tempo. Il tempo era una luce
marina tra le persiane, una festa di sorelle,
la ferita, l’acqua alla gola, Villa Litta. Non c’era
più giorno. L’ombra della terra riempiva gli occhi
con la paura dei colori scomparsi. Ogni molecola
era in attesa. Abbiamo guardato il rammendo
delle mani. Non c’era più luce. Ancora una volta
ci stanno chiamando, giudicati da una stella fissa.
Δεν υπήρχε πλέον χρόνος. Το δωμάτιο είχε μπει σε μια αμπούλα.
Δεν ήταν πια δεδομένο να χωριστεί η ύπαρξη. Δεν είχες
πια το περιδέραιο. Δεν είχες πια χρόνο. Ο χρόνος ήταν ένα θαλασσινό φως
ανάμεσα στις περσίδες, μια γιορτή με τις νοσοκόμες,
η πληγή, το νερό στον λαιμό, η Βίλα Litta. Δεν υπήρχε
πια μέρα. Η σκιά του χώματος γέμιζε τα μάτια
με τον φόβο των χαμένων χρωμάτων. Κάθε μόριο
ήταν σε αναμονή. Είδαμε τις κηλίδες
στα χέρια. Δεν υπήρχε πλέον φως. Ακόμα μια φορά
μας καλούν, για να κριθούμε από ένα σταθερό αστέρι.
*
Tutto era già in cammino. Da allora a qui. Tutto
il tempo, luminoso, sfiorava le labbra. Tutti
i respiri si riunivano nella collana. Le ombre
di Lambrate chiusero la porta. Tutta la stanza,
assorta, divento il primo battito. Il nero
dei tuoi capelli contro il giallo dell’ultimo raggio.
Da allora a qui. Era il primo giorno dell’estate.
Il silenzio ci riempiva la fronte. Tutto era
già in cammino, da allora, tutto era qui, unico
e perduto, nostro e remoto. Tutto chiedeva
di essere atteso, di tornare nel suo vero nome.
Όλα ήταν ήδη σε εξέλιξη. Από τότε μέχρι σήμερα. Όλα
ο χρόνος, φωτεινός, χάιδευε τα χείλη. Όλες
οι ανάσες συγκεντρώθηκαν στο περιδέραιο. Οι σκιές
του Lambrate[i] έκλεισαν την πόρτα. Όλο το δωμάτιο,
βυθισμένο, έγινε ο πρώτος χτύπος. Το μαύρο
των μαλλιών σου ενάντια στο κίτρινο της τελευταίας αχτίδας.
Από τότε μέχρι σήμερα. Ήταν η πρώτη μέρα του καλοκαιριού.
Η σιωπή σκέπασε το πρόσωπο. Όλα ήταν
ήδη σε εξέλιξη, από τότε, όλα ήταν εδώ, μοναδικά
και χαμένα, δικά μας και απόμακρα. Όλα ζητούσαν
να είναι σε αναμονή, να επιστρέψουν στο πραγματικό τους όνομα.
Da Tema dell’addio, di Milo De Angelis, Mondadori, Milano, 2005
Το Θέμα του αποχαιρετισμού, Mondadori, Μιλάνο 2005
Traduzione di Yiannis Pappas
Milo De Angelis, https://it.wikipedia.org/wiki/Milo_De_Angelis
(pagina di Wikipedia apprezzata e indicata dal poeta stesso)
Biografia sintetica
Milo De Angelis (Milano, 6 giugno 1951) è un poeta, scrittore e critico letterario italiano. La poetica di De Angelis è fedele a un nucleo di pensiero e a pochi temi ricorrenti, definiti dall’autore come ossessioni. Il nucleo fondante di questa poetica è una concezione tragica dell’esistenza.